- ἐριούνης
- ἐριούνηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐριουνίου — ἐριούνης masc gen sg ἐριούνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουνίους — ἐριούνης masc acc pl ἐριούνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριούνιε — ἐριούνης masc voc sg ἐριούνιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριούνιον — ἐριούνης masc acc sg ἐριούνιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριούνιος — ἐριούνης masc nom sg ἐριούνιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… … Dictionary of Greek
εριούνιος — ἐριούνιος και ἐριούνης, ὁ (Α) 1. (για τον Ερμή) α) επικό επίθ. αβέβαιης σημασίας (πιθ. ο πολύ ευφυής ή ο πολύ ωφέλιμος) β) (και απόλ.) Ἐριούνιος ο Ερμής 2. ως επίθ. («ἐριούνιος νόος» επιεικής, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek